Ο Γιώργος Μοσχούρης, που δολοφονήθηκε στο Χαλάνδρι, είχε επιτεθεί στον Κύρο Βασάρα.
Νεκρός σε δολοφονική ενέδρα έπεσε ο Γιώργος Μοσχούρης. Ο δολοφονημένος άνδρας είχε απασχολήσει ουκ ολίγες φορές τις αρχές κατά το παρελθόν.
Ο Γιώργος Μοσχούρης είχε συνδεθεί με τη Greek Mafia ενώ το όνομά του είχε εμπλακεί και στην υπόθεση ξυλοδαρμού του Κύρου Βασσάρα. Τον Οκτώβριο του 2010 το ελληνικό ποδόσφαιρο είχε συγκλονιστεί από την επίθεση σε βάρος του πρώην διαιτητή και λίγους μήνες αργότερα, ο «θαμνάκιας» είχε συλληφθεί για την επίθεση.
Ρεπορτάζ εκείνης της περιόδου, βασιζόμενα σε αστυνομικές πηγές, ανέφεραν ότι όταν είχε συλληφθεί για την υπόθεση Βασάρα για την οποία τελικά είχε αφεθεί ελεύθερος είχε πει στους αστυνομικούς: «Δεν με έβαλε κανείς να το κάνω. Το έκανα για το καλό του ελληνικού ποδοσφαίρου. Το έκανα γιατί έχω αγανακτήσει με τις κακές διαιτησίες, όπως έχουν αγανακτήσει όλοι οι Eλληνες φίλαθλοι».
Αξίζει να αναφέρουμε ότι το προσωνύμιο «Θαμνάκιας» του είχε αποδοθεί επειδή συνήθιζε να κρύβεται πίσω από τους θάμνους μετά τις επιθέσεις που έκανε.
Ποιος ήταν ο Γιώργος Μοσχούρης σύμφωνα με το protothema.gr
Ο Μοσχούρης έγινε ευρύτερα γνωστός το καλοκαίρι του 2002 όταν το όνομά του «φιγουράριζε» μαζί με αυτά του Βασίλη Στεφανάκου, του Αριστείδη Λακιώτη και του Γιάννη Σκαφτούρου μαζί με άλλα 40 άτομα στην ογκώδη δικογραφία για την ελληνική μαφία.
Όπως ανέφεραν τα έγγραφα οι εμπλεκόμενοι αναλάμβαναν την εκτέλεση «συμβολαίων θανάτου», εκβιασμούς, δολοφονικές επιθέσεις, καθώς και λαθρεμπόριο τσιγάρων και υγρών καυσίμων.
Χωρίζονταν σε τέσσερις ομάδες και ο Μοσχούρης ανήκε στην δεύτερη αφού σύμφωνα με τους αστυνομικούς ήταν το πρωτοπαλίκαρο του Γεράσιμου Λούτσου, γνωστού νονού της νύχτας.
Τότε διέφευγε της σύλληψης, αλλά τελικά ήρθε η ώρα του να περάσει το κατώφλι των φυλακών, εκεί όπου όπως λέγεται άρχισε σταδιακά να αλλάζει.
Φέρεται, σύμφωνα με όσα υποστηρίζουν άνθρωποι που τον συναναστράφηκαν, ότι ήρθε πιο κοντά στον Θεό, όσο παράδοξο και αν φαντάζει αυτό για έναν σκληρό της νύχτας αν και τα όσα έκανε όταν βγήκε έξω δε συνηγορούσαν σε κάτι τέτοιο.
Το 2002 ο Γιώργος Μοσχούρης διένυε την τρίτη δεκαετία της ζωής του, και σύμφωνα με τα όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας, εξαφανίστηκε από το προσκήνιο αλλά συνέχισε να δραστηριοποιείται στο παρασκήνιο.
Έντεκα χρόνια μετά, το όνομά του επανέρχεται στη δημοσιότητα, για την απόπειρα δολοφονίας ιδιοκτήτη νυχτερινού κέντρου επί της λεωφόρου Συγγρού. Μαζί με άλλο ένα άτομο στήνουν καρτέρι έξω από το σπίτι του επιχειρηματία στην Ηλιούπολη και όταν εκείνος επιστρέφει, του επιτίθενται και τον χτυπάνε αρχικά με μπουνιές ενώ στη συνέχεια με το κοντάκι ενός όπλου. Ο επιχειρηματίας πάνω στην απελπισία του αρχίζει να τρέχει και ο Μοσχούρης με τον συνεργό του τον πυροβολούν πάνω από δέκα φορές, ενώ στην προσπάθεια διαφυγής του σκαρφαλώνει σε έναν τοίχο, πηδάει και προσγειώνεται στην οροφή ενός παρκαρισμένου αυτοκινήτου.
Το 2015 το όνομά του απασχολεί ξανά την ΕΛΑΣ αφού στην δικογραφία που αφορούσε τρεις σπείρες που κατηγορήθηκαν ότι «πούλαγαν» προστασία σε 150 καταστήματα στον νομό Αττικής, εμφανίζεται ως ο αρχηγός μιας εκ των τριών ομάδων.
Τον Ιούλιο του 2020, ένα ζεστό βράδυ έξω από την «Ηπειρώτισσα» στη λεωφόρο Βάρης-Κορωπίου ο Μοσχούρης έρχεται αντιμέτωπος με δύο μαυροφορεμένους άντρες που κατεβαίνουν από μια μαύρη μηχανή Honda Transalp. Αντιλαμβανόμενος ότι πάνε τον «φάνε» τρέχει να καλυφθεί πίσω από το θωρακισμένο του αυτοκίνητο, όταν αρχίζουν οι πυροβολισμοί, ενώ θα δεχθεί δύο σφαίρες, μια στο χέρι του και μία στο στομάχι. Οι επίδοξοι εκτελεστές φεύγουν πιστεύοντας ότι τον σκότωσαν, ενώ οι Αρχές θα περισυλλέξουν δεκατρείς κάλυκες και ο Μοσχούρης θα μεταφερθεί τραυματισμένος στο νοσοκομείο.
Πέντε χρόνια μετά το τέλος του θα γραφτεί από τις ριπές ενός καλάσνικοφ έξω από ένα διαγνωστικό κέντρο στο Χαλάνδρι, ενώ το αυτοκίνητο των δραστών θα εντοπιστεί λίγη ώρα μετά καμένο, ώστε οι αρχές να μην μπορούν να περισυλλέξουν τίποτε.