Οι ξένοι ποδοσφαιριστές που έγιναν «Έλληνες» - Από τους Αργεντινούς του ΠΑΣ, στον «Μπουμπλή» Ρότσα, τον Μπατίστα και τον Ζέκα

Ρότσα, Ζέκα και Μπατίστα.

i

©intime

Οι ξένοι ποδοσφαιριστές που έγιναν «Έλληνες» - Από τους Αργεντινούς του ΠΑΣ, στον «Μπουμπλή» Ρότσα, τον Μπατίστα και τον Ζέκα

Στο ποδόσφαιρο τη δεκαετία του ‘70 και του ‘80 οι ελληνοποιήσεις ξένων πήγαν να γίνουν της μόδας, αλλά γρήγορα μπήκε τέλος. Σταδιακά και στο ποδόσφαιρο, όμως, η παγκοσμιοποίηση έχει αφήσει το στίγμα της.

Ο Τόμας Γουόκαπ έγινε επίσημα Έλληνας. Στο μπάσκετ το φαινόμενο ήταν συχνό, ειδικά στις αρχές της δεκαετίας του ‘90. Η κατάσταση τότε ξέφυγε, αν και υπήρχαν και νωρίτερα ορισμένες υποθέσεις. Ο Αμερικανός θα έχει δικαίωμα να παίξει στην Εθνική, τη στιγμή που στο ποδόσφαιρο δεν φόρεσε τη γαλανόλευκη ο Έλληνας ομογενής και τεράστιος ποδοσφαιριστής Βασίλης Χατζηπαναγής. Επειδή είχε παίξει στην ολυμπιακή ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης. Μπορεί η ιστορία στο παρελθόν και για την Εθνική και για τον ίδιο τον Χατζηπαναγή να είχε γραφτεί διαφορετικά, αν είχε δικαίωμα συμμετοχής.

Στο ποδόσφαιρο, λοιπόν, ήταν της μόδας το φαινόμενο ελληνοποίησης τη δεκαετία του ‘70 μέχρι και τις αρχές του ‘80. Έκτοτε, το φαινόμενο εξασθένησε και για να γίνει κάποιος Έλληνας και να παίξει στην Εθνική θα έπρεπε να είναι πολλά χρόνια εργαζόμενος στη χώρα. Υπήρχαν παίκτες όπως οι Βαζέχα, Σαβέβσκι, Τζόρτζεβιτς και άλλοι που στέριωσαν στην Ελλάδα και είχαν το δικαίωμα να πάρουν την ελληνική υπηκοότητα. Όπως κι έγινε, αλλά δεν μπορούσαν πλέον να παίξουν στην Εθνική.

Ας δούμε, όμως, τι συνέβη με τις ελληνοποιήσεις στο ποδόσφαιρο.

Ο ΠΣΑΚ δυσανασχετεί με την ελληνοποίηση του Ουόκαπ και αναρωτιέται... «Μας ρωτήσατε;»
STOIXIMAN BASKET LEAGUE

15:14 - 19.04.2023

Ο ΠΣΑΚ δυσανασχετεί με την ελληνοποίηση του Ουόκαπ και αναρωτιέται... «Μας ρωτήσατε;»

Ο Πανελλήνιος Σύλλογος Αμειβομένων Καλαθοσφαιριστών εξήγησε με ανακοίνωσή του τους λόγους που είναι κάθετα αντίθετος με τις εξελίξεις στην υπόθεση του Τόμας Ουόκαπ.

Οι Αργεντινοί του ΠΑΣ

Στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ‘70 ο ΠΑΣ Γιάννινα βρισκόταν στη β’ Εθνική. Το 1971 ανέλαβε προπονητής ο Γκομέζ Ντε Φαρία κι έφερε από την Αργεντινή αρχικά τον Γκλασμάνη (έπαιζε σε μια ομάδα της Βενεζουέλας) κι ακολούθησαν οι Εδουάρδος Κοντογιωργάκης (Ριγκάνι), Χουάν Μοντέζ, Εδουάρδος Λίσα, Όσκαρ Αλβαρέζ, Χοσέ Παστερνάκης (Παστερνάκ). Ο ΠΑΣ με την παρουσία τους δυνάμωσε σε τρομερό βαθμό.

Ρότσα «Μπουμπλής»

Η υπόθεση του Χουάν Ραμόν Ρότσα ασφαλώς και είναι η πιο γνωστή κι αυτή που στάθηκε αιτία να αντιπαρατεθούν για μία ακόμα φορά κι εκτός αγωνιστικού χώρου, ο Παναθηναϊκός και ο Ολυμπιακός. Το 1975 ο Ρότσα εντοπίστηκε από τον Γκόμεζ Ντε Φαρία για λογαριασμό του Παναθηναϊκού και το Μάιο του ίδιου έτους βρέθηκε στην Ελλάδα. Αν κι εντυπωσίασε στα φιλικά που έπαιξε, ο Παναθηναϊκός προτίμησε να δώσει τις δύο θέσεις του ξένου παίκτη (τόσοι επιτρέπονταν τότε) στους Γιουγκοσλάβους Μούικιτς και Τζόρτζεβιτς και να του βγάλει ελληνικό διαβατήριο, ως παιδί του Γιώργου Μπουμπλή από το Αιγάλεω, ο οποίος ήταν ο πεθερός του Γκόμεζ Ντε Φαρία. Οι ελληνοποιήσεις παικτών ήταν σύνηθες φαινόμενο και συνολικά είχαν καταμετρηθεί 128 εκείνη την εποχή!

Τον Δεκέμβριο του 1979 μεταγράφηκε στον Παναθηναϊκό κι αρχικά παρουσιάστηκε ως ομογενής με το όνομα Μπουμπλής, όμως υπήρξαν ενστάσεις από τον Ολυμπιακό για πλαστογραφία. Την περίοδο 1981-82 οι «αιώνιοι» βρέθηκαν σε διαμάχη για τον παίκτη. Στην υπόθεση, που κατέληξε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ενεπλάκησαν ο γενικός γραμματέας Αθλητισμού Κίμων Κουλούρης (υπέρ της θέσης του Παναθηναϊκού) και ο σύμβουλος Επικρατείας και μετέπειτα υπουργός Δικαιοσύνης Γεώργιος Κουβελάκης (που αποφάνθηκε ότι δεν υπήρχε Μπουμπλής, αλλά μόνο Ρότσα).

Στις 13 Ιανουαρίου 1982, μετά την ήττα του με 3-2, από τον Παναθηναϊκό για το κύπελλο, ο Ολυμπιακός έκανε ένσταση για τη συμμετοχή του Ρότσα και το ΑΣΕΑΔ ακύρωσε το δελτίο του ποδοσφαιριστή. Στις 29/9/82 αφαίρεσε την ελληνική ιθαγένεια από τον Ρότσα και το ίδιο συνέβη για τον Νέτο Γκουερίνο του ΠΑΟΚ, τον Νόνι Λίμα του Πανιωνίου και τους Γκλασμάνη, Λίσα, Κοντογεωργάκη, Μοντέζ του ΠΑΣ που αναφέραμε νωρίτερα.

Ο Μπατίστα

Φτάσαμε πια στη δεκαετία του ‘90 για να γίνει Έλληνας ένας ξένος στο ποδόσφαιρο. Ο 58χρονος πλέον Μπατίστα γεννήθηκε στο Πράσινο Ακρωτήρι και έπαιξε στην Ελλάδα πρώτη φορά το 1986 με τον Εθνικό. Ακολούθησαν ΑΕΚ, Ολυμπιακός και πάλι ΑΕΚ και στο τέλος ο Άρης. Ο Μπατίστα είχε γίνει «Έλληνας», πήρε την υπηοκότητα κι έγραψε ιστορία στις 12 Οκτωβρίου 1994, αφού έπαιξε με την Εθνική Ελλάδας κόντρα στη Φινλανδία για τα προκριματικά του Euro 96. Σκόραρε μάλιστα στο 4-0 στο ματς που έγινε στο Καυτανζόγλειο. Να σημειωθεί ότι είχε δύο ακόμα υπηοκότητας. Την πορτογαλική, αφού το Πράσινο Ακρωτήρι ήταν αποικία και την ολλανδική!

Ο Ζέκα

Τελευταία αξιοσημείωτη περίπτωση, είναι φυσικά ο Ζέκα. Ο Πορτογάλος εξτρέμ, ο οποίος ήρθε στον Παναθηναϊκό το καλοκαίρι του 2011 κίνησε διαδικασίες για να γίνει Έλληνας. Πέρασε και μάλιστα με άριστα από εξετάσεις προφορικές και γραπτές. Έμαθε τον εθνικό ύμνο, ιστορία κι ό,τι άλλο κρίθηκε απαραίτητο. Στις 8 Μαρτίου 2017 πήρε την ελληνική υπηκοότητα κι αποχώρησε για την Κοπεγχάγη λίγους μήνες αργότερα. Ήταν βασικό στέλεχος στην Εθνική, αλλά τον σημάδεψαν δύο σοβαροί τραυματισμοί.

Ο Ζέκα μετά την εξέλιξη είχε δηλώσει: «Νιώθω πολύ περήφανος και πολύ χαρούμενος που πήρα την ελληνική υπηκοότητα. Είναι κάτι που το ήθελα καιρό. Όλα αυτά τα χρόνια που βρίσκομαι στην Ελλάδα όλοι με υποδέχθηκαν με θέρμη και με αποδέχθηκαν.

Μου αρέσει πολύ η Ελλάδα και είμαι χαρούμενος που βρίσκομαι εδώ. Χρειάζεται να ορκιστώ για ολοκληρωθεί η διαδικασία και εφόσον γίνει αυτό θα μπορέσω να παίξω στην Εθνική Ελλάδας. Ένα όνειρό μου έγινε πραγματικότητα, αφού με το ελληνικό διαβατήριο πλέον θα έχω δικαίωμα συμμετοχής στην Εθνική Ελλάδας.

Επιπλέον, ήταν όνειρό μου να βοηθήσω την Ελλάδα με τον τρόπο μου, όπως με βοήθησαν οι Έλληνες όλα αυτά τα χρόνια».

Στο ποδόσφαιρο, βέβαια, υπάρχει μία τεράστια διαφορά με το μπάσκετ. Δεν υπάρχουν πολλοί Αμερικανοί, τα ρόστερ είναι μεγαλύτερα και οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές είναι κοινοτικοί. Ακόμα και για τους Λατίνους που έρχονται, η πλειονότητα διαθέτει ιταλικό ή ισπανικό διαβατήριο και δεν λογίζονται ως ξένοι, για να στηθεί μία ανάλογη «φάμπρικα» μ’ αυτή του μπάσκετ, όπως στις αρχές του ‘90.